- κατάρχομαι
- κατάρχωmake beginning ofpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάρχω — (AM κατάρχω) (ενεργ. και μέσ.) κάνω αρχή, αρχίζω (α. «τίνες κατῆρξαν, πότερον Ἕλληνες μάχης;», Αισχύλ. β. «κατῆρχεν ἤδη ἀναπηδῶν ἐπὶ τοὺς ἵππους», Ξεν. γ. «κατάρχομαι νόμον βακχεῑον», Ευρ.) μσν. αρχ. εξουσιάζω, κυβερνώ αρχ. 1. οδηγώ, δείχνω τον… … Dictionary of Greek
καταρκτικός — ή, ό (AM καταρκτικός, ή, όν) [κατάρχομαι] αυτός που αποτελεί την αρχή μιας ενέργειας, ο πρωταρχικός … Dictionary of Greek
ομοιοκάταρκτος — η, ο (Α ὁμοιοκάταρκτος, ον) 1. αυτός που αρχίζει με τον ίδιο τρόπο, αυτός που έχει την ίδια αρχή με άλλον* 2. φρ. «ομοιοκάταρκτο σχήμα» ή, αρχ., «τὰ ὁμοιοκάταρκτα» το ρητορικό σχήμα κατά το οποίο πολλές συλλαβές ή λέξεις αρχίζουν με τον ίδιο… … Dictionary of Greek